κρατησίπους

κρατησίπους
κρατησίπους, -ουν (Α)
αυτός που νικά σε αγώνα δρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι- (< κρατῶ) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καλλί-πους, καμψί-πους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρατησίπους — victorious in the footrace masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατησίποδα — κρατησίπους victorious in the footrace neut nom/voc/acc pl κρατησίπους victorious in the footrace masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”